- χοηφόρος
- -ο / χοηφόρος, -ον, ΝΑ1. αυτός που τελεί νεκρική σπονδή2. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Χοηφόροιτίτλος τραγωδίας τού Αισχύλου, το β' μέρος τής τριλογίας Ορέστεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοή + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χοηφόροι — Χοηφόρος offering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοηφόροι — χοηφόρος offering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοηφόροις — Χοηφόρος offering masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοηφόροις — χοηφόρος offering masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοηφόρους — Χοηφόρος offering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοηφόρους — χοηφόρος offering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek